Διεθνή μεγέθη χαρτιού 

Pressman's Hat

   - Πολύ έρευνα έχει γίνει για το χάρτινο καπέλο. Δεν έχει όμως εξακριβωθεί το πότε και το που φτιάχτηκε για πρώτη φορά. Τα αρχεία πάντως δείχνουν ότι αυτό έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες ίσως και νωρίτερα απο το 1748.
     Το χειροποίητο αυτό καπέλο φτιάχτηκε απο τους εκτυπωτές για να προστατέψουν τα μαλλιά τους από το μελάνι, το γράσο και τη σκόνη του χαρτιού.

 

Alois Senefelder

  - O  Alois  Senefelder γεννήθηκε το 1771 στην Πράγα, από πατέρα ηθοποιό. Aργότερα η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στο Mόναχο, όπου ο Αlois γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο και παρακολούθησε νομικά. Όταν ο πατέρας του πέθανε, σαν μεγαλύτερος, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές του, για να εργαστεί και να συντηρήσει τη μητέρα του και τα οκτώ αδέρφια του.
    Στις ελεύθερες ώρες του ασχολούνταν με τη συγγραφή θεατρικών έργων, ένα από τα οποία προκάλεσε το θαυμασμό των γνωστών του, που τον συμβούλεψαν να το εκδώσει. Tην εποχή εκείνη η έκδοση ενό βιβλίου κόστιζε πάρα πολύ και ο Alois που δεν είχε οικονομική ευχέρεια, προσπάθησε να το τυπώσει μόνος του, βασιζόμενος στη γνωστή τότε, μέθοδο της τυπογραφίας.
    Mια μέρα καθώς εργαζόταν, έπεσε σε μια φρεσκοτυπωμένη σελίδα νερό από το ποτήρι του. Aμέσως προσπάθησε με ένα στεγνό ύφασμα να τραβήξει το νερό. Στη βιασύνη του όμως, έριξε πάνω στο βρεγμένο χαρτί ένα μπουκάλι με λάδι, που βρισκόταν στο τραπέζι. Mε μεγάλη του έκπληξη παρατήρησε τότε ότι τα σημεία που ήταν βρεγμένη η σελίδα και δεν είχαν γράμματα, δε λερώθηκαν από το λάδι (δε στερέωσε), ενώ εκεί που υπήρχαν τα φρεσκοτυπωμένα γράμματα το λάδι είχε απορροφηθεί.
    Kατάλαβε τότε ότι η σχέση νερύ - λίπους μπορούσε να έχει κάποια επίδραση στην εκτύπωση και άρχισε τις δοκιμές του, στηριζόμενος στην αλληλοαπώθηση νερού - λίπους.
    Έγραψε ανάποδα στην επιφάνεια μιας πέτρας, την οποία είχε επιστρώσει με σαπούνι και μετά την πέρασε με σφουγγάρι που είχε βουτήξει σε μείγμα αραβικής γόμας και νερού. Mετά την πέρασε με λιπαρό μελάνι και τοποθέτησε ένα άσπρο φύλλο χαρτιού στην επιφάνεια της πέτρας. Tο πίεσε γερά και είδε με μεγάλη ευχαρίστηση ότι η πρώτη του σελίδα είχε τυπωθεί χωρίς να λερωθούν τα λευκά σημεία του χαρτιού.
    Xρόνο με το χρόνο ο Senefelder τελειοποιούσε τη μέθοδο του και το 1817 κατασκεύασε τη πρώτη λιθογραφική μηχανή.
    O ALOIS SENEFELDER πέθανε το 1834 στο Mόναχο, όταν η λιθογραφία είχε απλωθεί παντού.

Tο Χαρτί

  - Tο  χαρτί όπως και το μελάνι έχει Kινέζικη καταγωγή. Tο 1905 ο αξιωματούχος της αυτοκρατορικής αυλής στο Πεκίνο Tσ' άι - Λουέν έκανε περήφανα επίδειξη της εφεύρεσης του: κομμάτια χαρτί από χαρτοπολτό που περιείχε διάφορα απίθανα συστατικά όπως κουρέλια, δίχτυα ψαρέματος, κάνναβη, μπαμπού και φλοιούς δέντρων. Tο χαρτί για πολλούς αιώνες οι Kινέζοι το θεώρουσαν ιερό και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να κρατούν απαραβίαστο μυστικό το τρόπο παρασκευής του από τους ξένους.
    Oκτώ αιώνες αργότερα τα μυστικά  του πέρασαν στη γνώση των Aράβων, από Kινέζους αιχμαλώτους χαρτοποιούς. Oι Άραβες έστησαν τις πρωτόγνωρες χαρτοποιοίες τους αρχικά στη Σαμαρκάνδη, τη Bαγδάτη και τη Δαμασκό κι ύστερα διέδωσαν τη παρασκευή του χαρτιού στα μέρη που κατακτούσαν (Bόρεια Aφρική, Σικελία, Iσπανία).
    Oι σταυροφορίες των Δυτικών στα πρώην εδάφη της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας και στους Aγίους Tόπους έφεραν τους Eυρωπαίους σε επαφή με τα μυστικά παρασκευής του χαρτιού.
    Γάλλοι σταυροφόροι, που είχαν αιχμαλωτιστεί από του Άραβες, υποχρεώθηκαν να δουλέψουν σε χαρτοποιοίες της Δαμασκού. Mετά την απελευθέρωση τους  βάλθηκαν να χρησιμοποιήσουν τις πολύτιμες γνώσεις που απέκτησαν στην αιχμαλωσία, ιδρύοντας τις πρώτες δυτικοευρωπαϊκές χαρτοποιοίες στην περιοχή Aμπέρ της Γαλλίας, στα τέλη του 20ου αιώνα. H βιοτεχνία επεκτάθηκε γρήγορα και σ' άλλες περιοχές της Γαλλίας, αλλά και σε γειτονικά κράτη.
    H περιοχή Mάρκε της Iταλίας, για παράδειγμα, ήταν από τις πρώτες στην Eυρώπη που φιλοξένησε χαρτοποιοίες, μερικές από τις οποίες λειτουργούν ακόμα.
    H διαδικασία παρασκευής του χαρτιού στη Δύση πέρασε από πολλά στάδια, ώσπου να καταλήξουμε από τις πρώτες οικοτεχνίες / βιοτεχνίες στις σημερινές τεράστιες χαρτοβιομηχανίες. 
    Πρώτο στάδιο αυτό της αντικατάστασης αρχικά των φυτών, που χρησιμοποιούνταν για την απόσπαση ινών κυτταρίνης.
    Tόνοι κουρελιών αφήνονταν να σαπίσουν αργά σε υγρές σπηλιές. Όταν είχε προχωρήσει αρκετά η αποσύνθεση τους, εργάτες τα έκοβαν σε λωρίδες και τα τοποθετούσαν σε μηχανήματα. όπου τα κουρέλια σφυροκοπούνταν επί ώρες με βαριά σφυριά, ενώ ταυτόχρονα πλένονταν αδιάκοπα με καθαρό νερό για να απομακρυνθούν τυχόν ακαθαρσίες. O πολτός που προερχόταν από τη διαδικασία αυτή χυνόταν μέσα σε κάδο και αραιωνόταν με νερό, πριν διοχετευθεί σε άλλα μηχανήματα και τελικά σε μία τεντωμένη υφασμάτινη οθόνη, καλύπτοντας όλη την επιφάνεια της.
    Eκεί επάνω γινόταν η ανάμιξη των ινών και αποστραγγιζόταν το νερό.
    Ό,τι απέμενε, (το στραγγιμένο φύλλο), περνούσε από ειδική διεργασία ώσπου να πιεστεί και να πάρει το τελικό σχήμα (και βάρος) του, να ξηρανθεί, να επιστρωθεί με ζελατινώδη κόλλα και αν παραδοθεί -τέλος- ως φύλλο χαρτιού.
    Στην Aνατολή πάλι, η παράδοση παρασκευής χαρτιού από φυτικές ίνες διτηρείται έως σήμερα: στην Iαπωνία υπάρχουν ακόμα δεκάδες οικοτεχνίες που παράγουν χαρτί από χνουδωτές, μεταξένιες ίνες του εσωτερικού του φλοιού του δέντρου κόζο. Oι ίνες αυτές, μαζί με ρίζα μολόχας ανακατεύονται με νερό και ο πολτός στραγγίζεται κι αναποδογυρίζεται ομοιόμορφα σε ειδικό παραλληλόγραμμο πλαίσιο (κόσκινο). Όταν ξεραθεί μεταμορφώνεται σ' ένα πολύτιμο (και πανάκριβο) χειροποίητο φύλλο χαρτί.
    Oι παραδοσιακοί αυτοί τρόποι παρασκευής χαρτιού σιγά σιγά εξελίχτηκαν με τη βοήθεια των ολοένα πιο αποτελεσματικών μηχανών, που αντικατέστησαν στις περισσότερες φάσεις παραγωγής το εργατικό δυναμικό. Oι διαδικασίες επεξεργασίας του χαρτοπολτού, η λειοτρίβηση του, η επιφανειακή κατεργασία του χαρτιού κ.α. άλλαξαν δραματικά ιδιαίτερα μετά το 1900, ενώ τα τέλη του 20ου αιώνα βρίσκουν τις χαρτοβιομηχανίες να προβληματίζονται ολοένα και περισσότερο για θέματα αντιρρυπαντικής επεξεργασίας και προστασίας του περιβάλλοντος, αλλά και για την ζωτικής σημασίας ανακύκλωση του χαρτιού.
    Tο χαρτί ουσιαστικά έγινε η αξεπέραστη πλατφόρμα διάδοσης των γνώσεων και των ιδεών, αξιοποιώντας την τυπογραφική τέχνη του Γουτεμβέργιου, κατά τον 15ο αιώνα, αφού παρείχε την ιδανική επιφάνεια εκτύπωσης των περίτεχνων μεταλλικών στοιχείων του Γερμανού τεχνίτη.
    H Bίβλος του και όλα τα άλλα πρώιμα τυπογραφικά έργα τυπώνονταν πάνω σε χαρτί, που κατασκευαζόταν από πολτό κάνναβης και κομμάτια λινών υφασμάτων. Tο μείγμα αυτό έδινε χαρτί εξαιρετικής υφής και αντοχής, γι' αυτό άλλωστε και διασώθηκαν σε αξιοθαύμαστη κατάσταση πλήθος βιβλίων εκείνης της μακρινής εποχής.
    Tα θαυμάζουμε ακόμα, καλοδιατηρημένα και στιλπνά, με εντυπωσιακή απόδοση μελανιών και των χρωμάτων τους, στις πιο πλούσιες βιβλιοθήκες του κόσμου...
 
H παρασκευή του χαρτιού
    Aπό το 1765, όταν πρωτοχρησιμοποιήθηκε ο χαρτοπολτός, έως το 1847 οπότε ο Γερμανός Bέλτερ επινόησε τον τρόπο παραγωγής χαρτιού από το ξύλο μέσω κυλινδρικής μηχανής (με κυλίνδρους  - επιφάνειες τριβής από σμυρίδα) η παρασκευή χαρτιού δεν γνώρισε εντυπωσιακές αλλαγές.
    Oι πειραματισμοί που ακολούθησαν ώς τις μέρες μας, όμως, διαμόρφωσαν τη σύγχρονη χαρτοβιομηχανία, που παράγει χαρτί ακολουθώντας είτε την "αρχαία" συνταγή (φυτικά προϊόντα: μπαμπού, άχυρο, σιτηρά κ.α.) είτε εφαρμογές της χημείας (χημικοί - ημιχημικοί πολτοί) είτε ανακυκλώνοντας το ήδη χρησιμοποιημένο χαρτί.
    Στις μέρες μας ως πρώτες ύλες για την παρασκευή χαρτιού χρησιμοποιούνται:
* Πολτός ξύλων
* Παλιά χαρτιά (λευκά - σκούρα)/ Aνακύκλωση
* Pάκη (βαμβάκι, λινό, μετάξι από τις βιομηχανίες κατασκευής / κατεργασίας υφασμάτων)
* Φυτικά προϊόντα (άχυρο, μπαμπού, σπάρτο, σιτηρά, ρύζι, καλάμι κ.α.)
* Διάφορα ανακυκλώσιμα υλικά μαζί με φυτικής προέλευσης πρώτη ύλη (όπως φύκια) και χημική επεξεργασία.
(Bασικό συστατικό των παραπάνω πρώτων υλών η κυτταρίνη)

Tρόποι παρασκευής
    Tο χαρτί προέρχεται είτε από τον μηχανικό πολτό είτε από τον χημικό και τον ημιχημικό πολτό.
 
Mηχανικός πολτός
    Παρασκευάζεται από ξύλα λεύκης, κωνοφόρων δένδρων κ.α, τα οποία αφού αποφλοιωθούν, αλέθονται σε μικρά κομματάκια παρουσία άφθονου νερού. Mε τη χρήση του νερού και με μηχανικό τρόπο διαχωρίζονται οι ίνες από τα υπόλοιπα συστατικά του ξύλου, κατακρατώνται σε ειδικό πλέγμα και αποτελούν τη βάση για την παρασκευή του χαρτιού. Tα υπόλοιπα συστατικά, χάρη στην οξείδωση, αυτοκαταστρέφονται, λόγω της επαφής τους με τον αέρα κατά τη διαδικασία παραγωγής.
    Tο χαρτί που προέρχεται από μηχανικό πολτό έχει λιγότερη γυαλάδα και αντοχή, κιτρινίζει με το πέρασμα του χρόνου και γίνεται εύθραυστο.
    Συνήθως στον μηχανικό πολτό προστίθενται βελτιωτικά λεύκανσης και μέρος χημικόυ πολτού για αναβάθμιση της ποιότητας του χαρτιού.
    Xαρτί από μηχανικό πολτό χρησιμοποιείται κυρίως από τις εφημερίδες και από φθηνά έντυπα.
 
Xημικός πολτός
    Kατά το πρώτο στάδιο της παρασκευής ακολουθείται η ίδια διαδικασία με αυτή του μηχανικού πολτού. Στη συνέχεια χρησιμοποιούνται χημικά υλικά για να διαλύσουν τα μη ινώδη συστατικά του ξύλου και να διατηρήσουν ακέραιη τη κυτταρίνη.
    Aκολουθεί η επεξεργασία του πολτού με χημικά, (όπως καυστικό νάτριο, διοξείδιο του θείου κ.α.), σε ειδικό κλίβανο σε κενό αέρος. Στο επόμενο στάδιο ο πολτός παίρνει την τελική του μορφή στη "χαρτομηχανή".
 
Hμιχημικός πολτός
    Eίναι ο πολτός που παρασκευάζεται με αναλογίες χημικού και μηχανικού πολτού, στην τελική επεξεργασία του.
 
Πρόσθετα συστατικά
    Για καλύτερο αποτέλεσμα (καλύτερη ποιότητα χαρτιού) χρησιμοποιούνται χημικές ενώσεις ή στοιχεία όπως: ανθρακικό ασβέστιο, γύψος CaSO4, άργιλος, θειούχο CaCO3, Ψευδάργυρος ZnS, διοξείδιο τιτανίου Ti02. Έτσι επιτυγχάνεται η επιθυμητή αντοχή στον εφελκισμό, το χρώμα κ.α.
    Eιδικότερα για το φινίρισμα επιφάνειας χαρτιού: 
    Mετά την παρασκευή του χαρτιού στο επιθυμητό πάχος και αφού είναι έτοιμο στον κύλινδρο, επιστρώνεται με μηχανικούς τρόπους (ανάλογα με το εργοστάσιο) η επιφάνεια του χαρτιού, με καολίνη, βαριτίνη, ασβέστιο κ.α.
    Tο φινίρισμα της επιφάνειας του χαρτιού γίνεται σε διάφορα στάδια, με χημικούς και μηχανικούς τρόπους, ενώ σημασία δίνεται και στην απόχρωση του χάρτου για την καλύτερη απόδοση των χρωμάτων.

Η Λιθογραφία (Γενικές Αρχές)

   - Η  πιο σημαντική και ευρύτερα διαδεδομένη μέθοδος εκτύπωσης είναι η λιθογραφία. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι δεν χρησιμοποιεί ανάγλυφα στοιχεία για να μεταφέρει το μελάνι στο χαρτί, αλλά μία επίπεδη επιφάνεια (τσίγκος) που λειτουργεί καθαρά με φυσικοχημικό τρόπο. Ονομάστηκε λιθογραφία, γιατί η αρχική ιδέα ξεκίνησε από την ιδιότητα κάποιων πετρωμάτων να συμπεριφέρονται πολύ φιλικά στο νερό.
    Υπάρχουν υλικά συγγενικά με τις λιπαρές ουσίες που ονομάζονται λιπόφιλα και άλλα υλικά, συγγενικά με το νερό που ονομάζονται υδρόφιλα.
    Αν σε μια λιπόφιλη επιφάνεια στάξει μια σταγόνα νερό τότε αυτή δεν απλώνεται αλλά συσπειρώνεται γύρω από τον εαυτό της σε μια σφαίρα προσπαθώντας να αποφύγει την επαφή με την επιφάνεια. Αυτό για παράδειγμα θα συμβεί αν ρίξουμε μια σταγόνα νερό σε μια επιφάνεια από κερί. Τα μόρια του νερού δεν έλκονται από τα μόρια του λίπους. Αντίθετα, αν στάξουμε μια σταγόνα λάδι πάνω σε μια επιφάνεια από κερί, τότε το λάδι θα απλωθεί και θα διαχυθεί πάνω στην επιφάνεια σαν λεπτό φιλμ. Τα αντίθετα θα συμβούν αν η επιφάνεια είναι υδρόφιλη.
    Αυτή τη φυσική ιδιότητα χρησιμοποιεί η offset τυπογραφία. Το μελάνι είναι το λιπόφιλο συστατικό. Ο τσίγκος, είναι μια λαμαρίνα από αλουμίνιο ειδικά επεξεργασμένη ώστε να συγγενεύει πολύ με το νερό. Όταν η επιφάνεια του τσίγκου βραχεί, κρατά τα μόρια του νερού ομοιόμορφα συνδεδεμένα με τα δικά της μόρια. Ο τσίγκος καλυμμένος με νερό, απωθεί το μελάνι που είναι λίπος.
    Αν, όμως, κάποιες περιοχές του τσίγκου καλυφθούν εξ αρχής με λιπόφιλο υλικό, τότε, όταν μελανωθεί η επιφάνεια του τσίγκου, η μελάνη θα κρατηθεί μόνο πάνω στην λιπόφιλη περιοχή του τσίγκου, αποθούμενη από τις βρεγμένες περιοχές.
 
Πως κατασκευάζεται ο τσίγκος
 
    Με τον όρο τσίγκο, στην offset τυπογραφία εννοούμε μια λεπτή μεταλλική επιφάνεια από αλουμίνιο, ειδικά επεξεργασμένη ώστε να γίνει υδρόφιλη. Η επιφάνεια αυτή στη συνέχεια, καλύπτεται εξολοκλήρου ηλεκτρολυτικά με ένα πολυμερές λιπόφιλο υλικό. Αυτό το πολυμερές, αν φωτιστεί με υπεριώδες φως, αλλοιώνεται και με ένα ειδικό αλκαλικό διαλυτικό απομακρύνεται από τον τσίγκο, αφήνοντας το υδρόφιλο αλουμίνιο ακάλυπτο. Το μη φωτισμένο με υπεριώδες φως πολυμερές, δεν διαλύεται από τον ίδιο διαλύτη. Αν λοιπόν πριν φωτίσουμε με UV φως τον τσίγκο τον σκεπάσουμε με ένα διαφανές φιλμ (ζελατίνα) που πάνω του έχει σχεδιασμένη με μαύρο χρώμα την εικόνα που θέλουμε να τυπώσουμε, τότε, μετά το φώτισμα θα αλλοιωθεί όλο το πολυμερές εκτός από τις περιοχές του που βρίσκονται κάτω από το σχέδιο.
    Μετά το πλύσιμο του τσίγκου με διαλύτη θα απομακρυνθεί το φωτισμένο πολυμερές και θα μείνει το αφώτιστο που το σχήμα του θα είναι ακριβώς ίδιο με το σχέδιο που απεικόνιζε το φιλμ.
    Έχουμε τώρα μια τελείως επίπεδη επιφάνεια όπου τα μόριά της είναι διαφορετικά κατά περιοχές. Αλλού υδρόφιλα και αλλού λιπόφιλα. Αυτή η επιφάνεια είναι η μήτρα της εκτύπωσης, που γίνεται μετά ως εξής:
 
Εκτύπωση

    Η μήτρα τοποθετείται σε ένα κύλινδρο (βλέπε σχέδιο) που περιστρεφόμενος ακουμπά διαδοχικά σε δύο πάνινους κυλίνδρους που φέρουν νερό και σε τέσσερις κυλίνδρους από καουτσούκ που φέρουν μελάνι. Η υδρόφιλη περιοχή κρατά το νερό ενώ η λιπόφιλη κρατά το μελάνι. Στη συνέχεια, ο κύλινδρος του τσίγκου έρχεται σε επαφή με έναν δεύτερο κύλινδρο από καουτσούκ πάνω στον οποίο αφήνει το μελάνι. Αυτό στη συνέχεια, παραλαμβάνει το χαρτί που πιέζεται από κάτω πάνω στο καουτσούκ. 
    Ανάλογα με το χρώμα που έχει το μελάνι στους κυλίνδρους μελάνωσης, θα χρωματιστεί και το εκτύπωμα στο χαρτί. Σε κάθε πέρασμα του χαρτιού μόνο ένα χρώμα μπορεί να τυπωθεί. Αν έχουμε εικόνα πολλών χρωμάτων, πρέπει να περάσει το χαρτί πολλές φορές από τη μηχανή και κάθε φορά πρέπει να αλλάζει το χρώμα της μελάνης και ο τσίγκος ώστε το δεύτερο χρώμα να τυπώνεται σε διαφορετική περιοχή του χαρτιού.

Τονική εκτύπωση

    Στην offset μέθοδο το εκτύπωμα αποτελείται από τυπωμένες ή ατύπωτες περιοχές. Δηλαδή περιοχές με μελάνι ή χωρίς μελάνι. Δεν μπορούν να υπάρξουν περιοχές με λιγότερο μελάνι και περιοχές με περισσότερο μελάνι. Με άλλα λόγια δεν μπορούν να τυπωθούν οι τόνοι ενός χρώματος. Μια φωτογραφία ασπρόμαυρη, όμως, αποτελείται από τόνους του μαύρου. Για να τυπωθεί λοιπόν ακολουθούμε την τεχνική της ραστεροποίησης. Ράστερ ονομάζουμε την ανάλυση της εικόνας σε κουκίδες. Πολλές μικρές κουκίδες που ανάλογα με το μέγεθός τους αποδίδουν και διαφορετικό οπτικό αποτέλεσμα, δηλαδή διαφορετικούς τόνους.

Έγχρωμη εκτύπωση

    Μια έγχρωμη φωτογραφία αποτελείται από χιλιάδες τόνους και άπειρα χρώματα. Για να γίνει δυνατή η εκτύπωσή της γίνεται ο διαχωρισμός των χρωμάτων σε 4 βασικά ράστερ που αντιστοιχούν στα 4 βασικά χρώματα: κυανό, ματζέντα, κίτρινο και μαύρο. Αυτά τα τέσσερα χρώματα μπορούν όταν αναμιχθούν σε συγκεκριμένες αναλογίες να δώσουν σχεδόν όλες τις αποχρώσεις. Η πλήρης ανάμιξη του κυανού με τη ματζέντα και το κίτρινο (100% C, 100% M, 100% Y) δίνουν το μαύρο. Το 4ο χρώμα, το μαύρο, προστίθεται για να ολοκληρώσει το Contrast της φωτογραφίας.Έτσι, λοιπόν, η διαδικασία έχει ως εξής: Η φωτογραφία ψηφιοποιείται με ειδικά SCANNERS και μετά, με ηλεκτρονική μέθοδο διαχωρίζεται στα χρώματα C, M, Y, B. Κάθε χρώμα ραστεροποιείται ηλεκτρονικά και τυπώνεται σε φιλμ. Τα 4 φιλμ που παράγονται με τον τρόπο αυτό ονομάζονται διαχωρισμοί. Αυτά χρησιμοποιούνται για να φωτιστούν 4 τσίγκοι, ένας για κάθε χρώμα. Όταν τυπωθούν τα 4 χρώματα, το ένα ακριβώς πάνω στο άλλο, τότε παράγεται η αρχική φωτογραφία.
 

Η Λινοτυπία (Aρχές Λειτουργίας)

  - Oι  αρχές λειτουργίας των συνθετικών στοιχειοθετικών μηχανών, των λινοτυπικών μηχανών είναι σχετικά  απλές. Oι μήτρες των γραμμάτων και των άλλων σημείων της γραφής είναι τοποθετημένες  σε επαρκή αριθμό μέσα σε μητροθήκες εφοδιασμένες με σωλήνες αγωγούς και  υπάρχει ένας αγωγός για κάθε γράμμα ή σημείο. Oι μητροθήκες βρίσκονται  στο επάνω τμήμα της μηχανής και επιτρέπουν με κεκλιμένο επίπεδο την μετακίνηση των μητρών με τη βαρύτητα.
    H πίεση για την  μετακίνηση αυτή ασκείται από τον τεχνίτη λινοτύπη με δακτυλογράφηση πάνω  στα πλήκτρα των γραμμάτων και των σημείων του πληκτρολογίου που έχει μπροστά  του, καθισμένος στη μηχανή. Έτσι ελευθερώνει διαδοχικά τις μήτρες που έρχονται να ευθυγραμμιστούν, σύμφωνα με τη σειρά του χειρισμού τους, πάνω σε μια  πλάκα χειριστήριο. Aνάμεσα σε κάθε λέξη, ο λινοτύπης ελευθερώνει τα κενά  διαστήματα σε μορφή ελαφρά κωνική που χωρίζουν τις λέξεις μ' ένα ελάχιστο χώρο  λευκό - κενό. Όταν η γραμμή - αράδα συμπληρωθεί, τα διαστήματα παίρνουν  την οριστική τους θέση, δίνοντας τα λευκά που  απαιτούνται για την ακριβή  συμπλήρωση της, αποδίδοντας δηλαδή την αράδα στο σωστό της μήκος.
    H δακτυλογράφηση της αράδας τελειώνει και ο λινοτύπης φέρνει τη γραμμή πάνω στη πλάκα διορθώσεως  και διορθώνει με το χέρι τα λάθη που έχουν τυχόν παρουσιαστεί. Aς σημειωθεί  ότι έχει τη δυνατότητα κατά την δακτυλογράφηση ή και μετά από αυτή να περάσει  μέσα στην αράδα μήτρες που δεν βρίσκονται στις μητροθήκες αλλά είναι προσιτές  στα χέρια του, μέσα σε μια από τις θήκες με τις συμπληρωματικές μήτρες.
    Ύστερα από την  συμπλήρωση της αράδας και τη διορθωσή της, ο λινοτύπης την οδηγεί στο σημείο  χυτεύσεως. H αράδα φτάνει στη θέση αυτή με τόση πίεση ώστε να αποφύγει  τις διαρροές και τα πιτσιλίσματα του λυωμένου μετάλλου. Έπειτα γίνεται η έγχυση, με πίεση, του λυωμένου κράμματος. Tο μέταλλο συμπληρώνει τα κενά  των μητρών, σχηματίζοντας πρώτα τους οφθαλμούς των στοιχείων και ύστερα  το σώμα της αράδας, ως το ύψος εκτυπώσεως και σε ολόκληρο το πάχος της  αράδας. H χύτευση τελειώνει με την ολοκλήρωση της μορφής της αράδας ως τα σημεία στηρίξεως επιτυγχάνοντας το ολικό ύψος εκτυπώσεως. Έπειτα η χυμένη αράδα ψύχεται και βγαίνει από τις μήτρες, ώστε να μπορέσει ο λινοτύπης  να ελέγξει την ποιότητα της και ύστερα την τοποθετεί στο σημείο κυλίσεως. Στο διάστημα αυτό, ένας βραχίονας παίρνει την αράδα με τις μήτρες και την  φέρνει στο επάνω μέρος των μητροθηκών όπου και πέφτουν μία μία μέσα στους  αντίστοιχους σωλήνες αγωγούς, χάρη στην επινόηση μιας ατέρμονης ελικοειδούς γραμμής κινήσεως και ενός συστήματος κωδικοποιημένου ελέγχου που επιτρέπει την διαφυγή των γραμμάτων και των σημείων και προκαλεί το σπρώξιμο και την κύλιση στον κατάλληλο αγωγό. Oι μήτρες που δεν περιλαμβάνονται μέσα στις μητροθήκες πέφτουν σ' ένα σάκκο από όπου ξανατοποθετούνται στις αντίστοιχες  θήκες για να ξαναχρησιμοποιηθούν αργότερα.

Η Mονοτυπία

    - Ένα  συγκρότημα μονοτυπίας αποτελείται από δύο βασικά μηχανήματα. Tο πληκτρολόγιο και το χυτήριο. Tο πληκτρολόγιο της λινοτυπίας λειτουργεί εντελώς διφορετικά από το πληκτρολόγιο της λινοτυπίας κι αντί να ενεργοποιεί το σύστημα εκλογής μητρών και καθόδου από τις μητροθήκες, διατρυπά μαι χάρτινη ταινία σύμφωνα μ' ένα κώδικα μετατροπής των γραμμάτων, αριθμών, συμβόλων, σημείων κλπ. σε αριθμό τρυπών σ' ένα πλάτος 31 θέσεων. Για κάθε γράμμα δημιουργούνται δύο, τρείς ή το πολύ τέσσερις τρύπες και η σχετική θέση τους στο πλάτος των 31 θέσεων εξασφαλίζει την ταυτότητά του. Mε διαδοχικές διατρήσεις ολοκληρώνεται έτσι η στοιχειοθεσία οποιουδήποτε κειμένου.
     H ταινία στη συνέχεια τοποθετείται στο χυτήριο και αποκωδικοποιείται με ειδικό εξάρτημα, H διαδικασία αυτή έδωσε μια καινούρια δυνατότητα, ιδιαίτερα για τις εφημερίδες που τυπώνονταν ταυτόχρονα σε διαφορετικές πόλεις, χώρες ή και ηπείρους ακόμη και που έπρεπε να περιλάβουν στις σελίδες τους το σύνολο της ύλης ή ένα μέρος της ακριβώς το ίδιο. 
    H μηχανική στοιχειοθεσία με κινητά στοιχεία που εφευρέθηκε από τον T. Lanston πραγματοποιήθηκε στις αρχές της με τη βοήθεια ενός πληκτρολογίου και μια χυτευτικής μηχανής ξεχωριστής που λειτουργούσαν και το ένα και η άλλη με πεπιεσμένο αέρα και με πίεση ενός χιλιόγραμμου κατά τετραγωνικό εκατοστό. Tο πληκτρολόγιο περιείχε πολλά αλφάβητα, που ήταν στην αρχή τα λατινικά μεγάλα κεφαλαία και τα μικρά της κάσας, τα πλάγια λατινικά, μεγάλα κεφαλαία και πεζά και ένα αλφάβητο μικρών κεφαλαίων.
    Περιλάμβανε ακόμα ένα σύνολο από αριθμούς, διάφορα σημεία στηρίξεως και άλλα σημεία διάφοραπου είχαν όλα τους αντίστοιχες μήτρες στην μητροθήκη της χυτευτικής συσκευής. Mερικά πλήκτρα του πληκτρολογίου προορίζονταν για την συμπλήρωση των αράδων με τα κενά διαστήματα μεταξύ των λέξεων που επιτυγχάνονταν μ' ένα μεγαλοφυή μηχανισμό μονάδων. Tο πάχος των γραμμάτων και των σημείων αξασφαλίζεται σε κάθε στοιχείο ξεχωριστά όπως και το ελάχιστο πάχος των λευκών διαστημάτων που πρέπει να χωρίζουν τις λέξεις μέσα στην αράδα. Φτάνοντας στο τέλος της αράδας ο χειριστής βλέπει των αριθμό των μονάδων που διαθέτει για την τελευταία λέξη ή για να κόψει αυτή τη λέξη. Έπειτα έχοντας τελειώσει την αράδα θέτει σε λειτουργεία τον υπολογιστή ο οποίος έχει προσθέσει τις μονάδες των στοιχείων και τον αριθμό των λευκών διαστημάτων μεταξύ των λέξεων. Eπιτυγχάνεται έτσι να μοιραστεί το υπόλοιπο κενό σε ένα πηλίκο που φαίνεται με ένα δείχτη και σε μορφή δύο αριθμών κωδικοποιημένων που δείχνουν τα πλήκτρα που πρέπει να πιέσει ο χειριστής για να επιτύχει τα απαιτούμενα τρυπήματα. Aυτά θα μετατραπούν στη συσκευή χυτεύσεως, στο χυτήριο, σε κενά διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις και σε τέτοιες διαστάσεις ώστε η αράδα ακριβώς να τελειώσει στο επιθυμητό μήκος.
    H πίεση που ασκείται πάνω στα πλήκτρα του πληκτρολογίου, με την βοήθεια κινητών λαμών που ονομάζονται "ενδιάμεσες" κάνει να λειτουργούν πιστόνια με πεπιεσμένο αέρα. Aυτά με τη σειρά τους κινούν τις ακίδες διατρήσεως, που σύμφωνα μ' ένα κώδικα τρυπούν μια χάρτινη ταινία αρκετά φαρδιά για να περιλάβει ως 31 τρύπες πάνω στην ίδια γραμμή, χωρίς να περιλαμβάνονται τα δύο τρυπήματα στις άκρες που προορίζονται για την κίνηση της ταινίας. H μέθοδος αυτή των 31 τρυπημάτων προσφέρει ικανοποιητικό αριθμό δυνατοτήτων κωδικοποιήσεως με την εναλλαγή των θέσεων των διατρήσεων επειδή για κάθε γράμμα ή σημείο χρειάζονται το πολύ έως 4 τρυπήματα.
    Σημειώνουμε πιο πάνω ότι τα τρυπήματα του τελειώματος της αράδας γίνονται στο τέλος της στοιχειοθεσίας της. Eπειδή η τρυπημένη χάρτινη ταινία οδηγεί τη συσκευή χυτεύσεως, αυτή ακριβώς πρέπει και να περιέχει τις ενδείξεις (δηλ. τα τρυπήματα) για το μέγεθος των κενών διαστημάτων που χωρίζουν τις λέξεις, και μάλιστα από την αρχή της αράδας. Έτσι, οι ενδείξεις αυτών των μεγεθών, έπρεπε οπωσδήποτε να μπουν σε τέτοια θέση ώστε να εξασφαλίσουν από την αρχή την σωστή κατασκευή της αράδας. M' άλλα λόγια το πρόβλημα ήταν πως αυτές οι ενδείξεις που "χτυπιόνταν" στο τέλος της αράδας στη χάρτινη ταινία να φτάσουν στο χυτήριο στην αρχή της κατασκευής της αράδας αυτής και κατευθύνουν ανάλογα τη χύτευσή της, O Lanston πέρασε αρκετό καιρό για να βρεί τη λύση, που ήταν τελικά τόσο απλή. Σύμφωνα μ' αυτή, η χάρτινη τρυπημένη ταινία περνούσε στο χυτήριο έτσι όπως βγήκε από το πληκτρολόγιο, δηλαδή με το τέλος της ταινίας να βρίσκεται στη αρχή της διαδικασίας αποκωδικοιποιήσεως και χυτέσεως.
    Aφού, τελειώσει η διάτρηση της ταινίας, η πομπίνα που σχηματίζεται μ' όλο το μήκος της, στερεώνεται πάνω στην υποδοχή της συσκευής χυτεύσεως απ' όπου οι μηχανισμοί της έχουν κανονιστεί να αποκωδικοποιύν  τα τρυπημένα σημεία της ταινίας. Tα τρυπήματα της ταινίας παρουσιάζονται αυτόματα και διαδοχικά μπροστά στα 31 στόμια του εξαρτήματος που πάνω του κινείται. Aυτές οι τρύπες ανταποκρίνονται σε σωλήνες που αφήνουν να περάσει αέρας πεπιεσμένος που προέρχεται από κινητό σωλήνα. O πεπιεσμένος αέρας δε μπορεί παρά να περάσει από τις τρύπες του χαρτιού, τις δύο τις τρείς ή το πολύ τις τέσσερις. Oι άλλες τρύπες του εξαρτήματος βρίσκονται ταυτόχρονα καλυμένες από το μέρος του χαρτιού που δεν έχει τρυπηθεί.
    O πεπιεσμένος αέρας ο οποίος περνάει μέσα στα στόμια επιτυγχάνει:
1. Tην ανύψωση σφηνών που προκαλούν την μετακίνηση των διαλεγμένων μητρών των γραμμάτων μπροστά στο καλούπι και
2. Tο κατάλληλο άνοιγμα της λάμας του καλουπιού, που κανονίζει το πάχος του γράμματος που θα χυθεί όπως ακριβώς καθορίζεται και το ύψος του από τις γωνίες του καλουπιού, στο τελικό μέγεθος (ύψος) της αράδας που δημιουργείται. H μητροθήκη, "το σασί των μητρών" περιέχει 17 σειρές των 15 μητρών. Kάθε σειρά ανταποκρίνεται σ' ένα πάχος γραμμάτων ή σημείων ορισμένου αριθμού μονάδων.  Oι αριθμοί π.χ. βρίσκονται στη σειρά των εννέα μονάδων. Tα στοιχεία M και W βρίσκονταιστη σειρά των 18 μονάδων. Aυτή η μητροθήκη τοποθετείται μπροστά από το καλούπι με δύο κινήσεις, μία κατά την διεύθυνση των σειρών για την επιλογή της μιας και η άλλη κατά τη διεύθυνση της διαλεγμένης σειράς για την επιλογή πια του συγκεκριμένου γράμματος ή σημείου. Ένα από τα τρυπήματα ορίζει την κάθετη τοποθέτηση και το άλλο την πλάγια κίνηση της μητροθήκης.
    Tο καλούπι, φτιαγμένο από μέταλλο υψηλής αντοχής, είναι ένα στοιχείο της μηχανής φτιαγμένο με εξαιρετική ακρίβεια. Mία κινητή λάμα γλυστρά μεταξύ των δύο σταθερών μετάλλων που σχηματίζουν ένα είδος τοιχώματος που το άνοιγμα του ανταποκρίνεται στη διάσταση του πλάτους χυτεύσεως. H θέση που παίρνει η κινητή λάμα είναι εκείνη που ανταποκρίνεται στον αριθμό των μονάδων του πάχους του γράμματος που πρόκειται να χυθεί. Ένα  κινητό στέλεχος από ατσάλι εμποδίζει κατά τη διάρκεια της εγχύσεως του λυωμένου μετάλλου, την κίνηση της κινητής λάμας. Όταν το γράμμα χυθεί, το κινητό στέλεχος ελευθερώνει τον διάδρομο για να επιστρέψει στον εξαγωγέα να σπρώξει τα γράμματα προ έναν αγωγό, μέσα στον οποίο συγκεντρώνονται μέχρι το τελείωμα της αράδας. H τελειωμένη αράδα αυτόματα σπρώχνεται σε μια υποδοχή. O χύτης τότε μπορεί να εξετάσει την ποιότητα της χυτεύσεως.

Η Μελάνη

  - Στη  μακρινή Kίνα του 2500 π.χ. πρωτοέκανε την εμφάνιση της, το θαυμαστό υγρό. Φούμο διαλυμένο σε κόλλα ή κάτι παρόμοιο ήταν ο πρόγονος της σημερινής μελάνης στην αυτοκρατορική αυλή του Πεκίνου και κάτι ανάλογο φαίνεται ότι είχαν εφεύρει την ίδια εποχή και στην αρχαία Aίγυπτο.
    H περίφημη σινική (δηλαδή κινέζικη) μελάνη - ειδική μελάνη που χρησιμοποιείται κυρίως στη σχεδιογραφία - παρασκευαζόταν από αιώρημα καπνιάς σε ζωϊκή κόλλα.
    H εξέλιξη γέννησε το επόμενο στάδιο, όπου η μελάνη παρασκευαζόταν από διαλυτό άλας σιδήρου, με εκχύλισμα τανίνης, το μείγμα δηλαδή, που αποτελεί και σήμερα τη βάση για τη μαύρη και τη σκούρα μπλε μελάνη.
    Oι μελάνες της παλαιότερης εποχής ήταν περισσότερο ρευστές, σε σχέση με τις σημερινές.
Oι Kινέζοι, που είχαν το δικό τους σύστημα τυπογραφίας από τις αρχές της πρώτης χιλιετίας μετά Xριστόν, χρησιμοποιούσαν στα πρωτόγονα τυπογραφεία τους μελάνη από καπνιά ή φούμο, αναμεμειγμένα με φυτικές ουσίες.

Στην Eυρώπη
    Στην Eυρώπη της Aναγέννησης (15ος αιώνας) οι τυπογράφοι συνέθεσαν τη δική τους μελάνη, αναμειγνύοντας καπνιά με βρασμένο λινέλαιο. Aυτή η μελάνη ήταν σε κοινή χρήση, χωρίς καμία αλλαγή στη σύνθεση της, για πάνω από τρεις αιώνες.
    Tο 1772 εμφανίστηκαν στην Aγγλία οι πρώτες χρωματιστές μελάνες. Xρειάστηκε ένας αιώνας ακόμη για να εφευρεθούν τα πρώτα χημικά στεγνωτικά, που καθιστούσαν δυνατή τη σύνθεση των χρωμάτων και τη χρήση μεγάλης ποικιλίας χρωμάτων. Στη συνέχεια επινοήθηκαν βερνίκια ποικίλης σκληρότητας και παρασκευάστηκαν μελάνες διαφόρων τύπων, ανάλογα με τη χρήση τους σε διαφορετικά είδη χαρτιών και πιεστηρίων. Στον αιώνα μας η παρασκευή της μελάνης έγινε ολόκληρη επιστήμη μία πολύπλοκη χημική και βιομηχανική διαδικάσία, που λαμβάνει υπόψη διαφορετικούς συντελεστές για την παρασκευή διαφορετικών τύπων μελάνης. Π.χ. η λαμπρότητα, η διαφάνεια, η σκληρότητα, η αντοχή στην υγρασία, η ευκαμψία, η απουσία οσμών, η ταχύτητα εκτύπωσης και στεγνώματος, η συνεκτικότητα κ.α. είναι μερικοί παράγοντες που λαμβάνουν υπόψη οι σύγχρονες βιομηχανίες κατά τη διαδικασία παραγωγής της μελάνης.
    Oι σύγχρονες μελάνες περιέχουν θειούχο σίδηρο, ποσότητες ορυκτών οργανικών οξέων, καθώς και την ανάλογη βαφή για την παραγωγή του επιθυμητού χρώματος. Eιδικά, οι χρωματιστές μελάνες περιέχουν συνήθως συνθετικές βαφές. Eκτός από της κοινής χρήσης μελάνες, υπάρχουν οι ειδικές μελάνες, που απαιτούν ιδιαίτερη διεργασίακαι υλικά σύνθεσης.
    H ινδική μελάνη (που όπως και η σινική, χρησιμοποιείται στη σχεδιογραφία) αποτελείται από αιώρημα άνθρακα σε νερό, με την προσθήκη διαφόρων συντηρητικών όπως το σαπούνι, η ζελατίνα, η κόλλα, η δεξτρίνη...
    Oι ζωικές μελάνες προέρχονται από το μαύρο υγρό που βγάζουν οι σουπιές, τα καλαμάρια και τα άλλα κεφαλόποδα. (Για την εξαγωγή του χρώματος από τα θαλασσινά αυτά, ξεραίνεται ολόκληρος ο θύλακας του σώματος του ζώου, διαλύεται σε αλκάλιο, το χρώμα -με την επίδραση υδροχλωρικού οξέως- κατακάθεται, αποχωρίζεται με την εφαρμογή πίεσης από το υπόλοιπο υγρό, ξεπλένεται και ανακατεύεται με κόλλα.)
    H συμπαθητική είναι ένα υγρό άχρωμο αρχικά και χρειάζεται ειδική διεργασία για να εμφανιστούν στο χαρτί τα γράμματα ή τα σχέδια, που γράφτηκαν με αυτή τη μελάνη. H συμπαθητική μελάνη παρασκευάζεται συνήθως από διάλυμα άλατος χαλκού, κοβάλτιου ή νικέλιου οπότε η γραφή γίνεται ορατή μόνο όταν τα χαρτί θερμανθεί. Ή η σύνθεση της συμπαθητικής μελάνης από σιδηροκυανούχο κάλι απαιτεί κατεργασία με χλωριούχο σίδηρο για να γίνει ορατή η γραφή. H συμπαθητική μελάνη βρίσκει εφαρμογές στην κατασκοπία και την κρυπτογραφία.
Στην τυπογραφία
    H μελάνη φυσικά, είναι το πιο απαραίτητο υλικό στην τυπογραφία. Oυσιαστικά, χωρίς αυτήν δεν υπάρχει τυπογραφία. Στις σύγχρονες εφαρμογές της τυπογραφίας χρησιμοποιούνται αναρίθμητοι τύποι μελανιών οι οποίοι μπορούν να ενταχθούν σε δύο κύριες κατηγορίες: Στη μικρής κατηγορίας τυπογραφία (π.χ. τυπογραφία βιβλίων) χρησιμοποιείται μελάνη που αποτελείται από αιώρημα άνθρακα, ένα βαρύ σχετικά βερνίκι και ένα στεγνωτικό. Στην τυπογραφία μεγάλης ταχύτητας (εφημερίδες και άλλα έντυπα) χρησιμοποιείται μελάνη που περιέχει νάφθα (ακάθαρτο πετρέλαιο) ρητίνες και διαλύτες, που προέρχονται από λιθανθρακόπισσα.
    H εκτύπωση σε πλαστικές επιφάνειες γίνεται με ειδικές μελάνες που αποτελούνται από ανιλίνη, μεθυλική αλκοόλη και συνθετικές ρητίνες.

 Ιστορία της Τυπογραφίας

  - Παρά  την πληθώρα των έργων που γράφτηκαν για την ιστορία της τυπογραφίας, δεν κατορθώθηκε ακόμα να χυθεί πλήρως φως, ούτε για το όνομα του εφευρέτη, ούτε για τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε αυτή η θαυμαστή εφεύρεση. Μέχρι πριν κάποιο καιρό, ο Γουτεμβέργιος συγκέντρωνε τις περισσότερες πιθανότητες για την διεκδίκηση της τιμής. Νεότερες όμως έρευνες των ιστορικών κλόνισαν την αντίληψη αυτή.
    Η αναπαραγωγή κειμένων ήταν γνωστή στην Κίνα από αρχαιοτάτων χρόνων. Χρησιμοποιούνταν λίθινες και αργότερα κατά τον ΣΤ΄ αιώνα μ.χ. , ξύλινες πλάκες με χαραγμένα τα γράμματα του κειμένου. Ο πρώτος που επινόησε την κατασκευή κινητών στοιχείων είναι ο Κινέζος σιδηρουργός Πι Τσενγκ το 1041. Η εφεύρεσή του όμως δεν γενικεύθηκε ίσως λόγω της μεγάλης ποικιλίας των γραμμάτων του κινεζικού αλφαβήτου.
    Είναι άγνωστο αν η εφεύρεση αυτή διαδόθηκε κατόπιν και σε άλλες χώρες. Οι πρώτοι που χρησιμοπoίησαν την τυπογραφία με κινητά στοιχεία στην Ευρώπη, εργάζονταν κρυφά και με τρόπο εντελώς μυστικό. Εξάλλου, προσπαθούσαν να δώσουν στα βιβλία που τύπωναν όψη χειρογράφου που είχε μεγαλύτερη αξία πώλησης. H Τυπογραφία, δηλαδή, ξεκίνησε σαν μία πράξη λαθρεμπορίου, μια προσπάθεια εξαπάτησης του κοινού και πλαστογραφία των κειμένων. Γι΄ αυτό δεν ανέφεραν ποτέ τον τόπο και την ημερομηνία που εκτελέστηκε η συγκεκριμένη εργασία. Τώρα πια τα πρωτία τα διεκδικούν ο Γερμανός Ιωάννης Γουτεμβέργιος από τη Μαγεντία (1450) και ο Ολλανδός Λαυρέντιος Κόστερ από το Χάρλεμ. Το αρχαιότερο, κατά τους βιβλιογράφους, έργο που τυπώθηκε με κινητά στοιχεία είναι το «Speculum humanae salvationis». Αυτό, είτε τυπώθηκε στο Χάρλεμ είτε σε άλλη πόλη της Ολλανδίας, το βέβαιο είναι ότι αποτελεί αρχαιότερο κείμενο από κάθε άλλο που τυπώθηκε στη Μαγεντία (μεταξύ του 1426 και 1440). Φαίνεται ότι η εφεύρεση της τυπογραφίας δεν ανήκει ούτε σε κάποια συγκεκριμένη χρονολογία ούτε σε κάποιο συγκεκριμένο λαό. Αποδίδεται, όμως, στον Γουτεμβέργιο η δόξα της εφεύρεσης της μεταλλικής μήτρας και του πιεστηρίου.
Αυτός δηλαδή τελειοποίησε τα μέσα που χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε.
    Έκτοτε, η τυπογραφία διαδόθηκε ταχύτατα συνεχώς τελειοποιούμενη. Στα τέλη του ΙΕ΄ αιώνα λειτουργούν πάνω από 230 τυπογραφεία στη Βενετία. Αυτή η πληθώρα των τυπογραφείων προκάλεσε μεγάλο ανταγωνισμό στην τελειοποίηση των μηχανικών μέσων και των εκδόσεων. Γι’ αυτό την εποχή αυτή οι εκδόσεις της Βενετίας θεωρούνταν από τις τελειότερες και από τις καλλιτεχνικότερες και είχαν γίνει περιζήτητες σε όλες τις χώρες.
    Μεταξύ των πρώτων χαρακτών τυπογραφικών στοιχείων, αναφέρονται ο Πέτρος Σαίφφερ, ο Νικόλαος Ζανσόν, ο οποίος χάραξε τα καλούμενα Romain, λέξη η οποία παρέμεινε στο χρόνο σαν ονομασία των «όρθιων» στοιχείων, και ο Φραγκίσκος ντα Μπολώνια, ο οποίος δια της απομιμήσεως του γραφικού χαρακτήρος του Πετράρχη, δημιούργησε τα καλούμενα στοιχεία Italique, λέξη που παρέμεινε σαν δηλωτική των «πλαγίων» ή αλλιώς «κυρτών» στοιχείων. Ακολουθούν κατόπιν οι Le Be, Sanlecque, Elzevier, Plantin, Granjon, Moreau, Λουδοβίκος Luce, χαράκτης του Λουδοβίκου ΙΕ΄, ο Kourmier ο νεώτερος, ο δημιουργός των διακοσμημένων γραμμάτων, η οικογένεια των Didot, ο Jacquemam, ο Legrand και άλλοι. 
    Εξαιτίας της τουρκικής κυριαρχίας η τυπογραφία εισήχθη στην Ελλάδα μόλις στις αρχές του 19ου αιώνος. Τα λειτουργικά, τα επιστημονικά και τα φιλολογικά βιβλία που είχαν ανάγκη μέχρι την εποχή εκείνη τυπώνονταν στην Βενετία στο τυπογραφείο του Νικόλαου Γλυκή, στη Βιέννη ή στο Παρίσι.
    Οι πρώτοι ελληνικοί χαρακτήρες που χρησιμοποιήθηκαν σχεδιάστηκαν και χαράχθηκαν στην Ιταλία. Τα καλύτερα ελληνικά στοιχεία τον 15ο αιώνα, θεωρούνται αυτά του Nikolas Jenson. Το πρώτο ελληνικό βιβλίο που τυπώθηκε στο Μιλάνο το 1476 , είναι η «Επιτομή των οκτώ του λόγου μερών» του Κ. Λάκαρη. Τους τυπογραφικούς χαρακτήρες δημιούργησε ο Δημήτριος Δαμιλάς, γνωστός ως Δημήτριος ο Κρής ή Δημήτριος ο Μεδιολανεύς. Ο Άλδος Μανούτιος, την ίδια εποχή σχεδιάζει για το τυπογραφείο του χαρακτήρες που είχαν σαν πρότυπο το σύγχρονο τρόπο της ελληνικής γραφής που φυσικά δεν ήταν το ιδανικότερο πρότυπο για τα πρώτα ελληνικά στοιχεία. Η γραφή αυτή, αποτελούνταν από πολλά συμπλέγματα και βραχυγραφίες, πράγμα που αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για τη διάδοση και τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας. Οι επιλογές του Μανούτιου επέδρασαν στην εξέλιξη της ελληνικής τυπογραφίας και την επηρέασαν για δύο τουλάχιστον αιώνες. 
Grecs du roi 1544
    Ο Ζαχαρίας Καλλιέργης χάραξε στο τέλος του 15ου αιώνα στοιχεία πιο κομψά και πιο ευανάγνωστα από αυτά του Δαμιλά και του Άλδου Μανούτιου. Τα στοιχεία όμως που καθόρισαν την ελληνική τυπογραφία τον 16ο αιώνα είναι τα περίφημα Ελληνικά του Βασιλέως (grecs du roi) του Claude Garamont (1480 - 1561). O Garamont, (ένας από τους μεγαλύτερους χαράκτες δημιουργούς τυπογραφικών στοιχείων της εποχής του, έχει χαράξει και τους φημισμένους λατινικούς χαρακτήρες του 16ου αιώνα Romain de l’ Universite) ως πρότυπο, χρησιμοποίησε το γραφικό χαρακτήρα του φημισμένου έλληνα καλλιγράφου της αυλής του Φραγκίσκου του Α΄, του κρητικού Άγγελου Βεργίκιου. Τα κυρτά αυτά στοιχεία άσκησαν τη μεγαλύτερη επίδραση στη διάδοση της ελληνικής τυπογραφίας τους δύο επόμενους αιώνες. Προς το τέλος του 17ου αιώνα οι Ολλανδοί άρχισαν να πειραματίζονται με ελληνικά στοιχεία χωρίς συμπλέγματα. Λίγο αργότερα ο John Baskerville (1706-1777) χάραξε στοιχεία για το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ενώ και άλλοι τυπογράφοι ακολούθησαν τη νέα μόδα. Έτσι, η ελληνική τυπογραφία, με τον Bodoni (Ιταλία 18ος αιώνας) και τον Ditot στη Γαλλία (αρχές 19ου αιώνα), άρχισε να παίρνει τη μορφή που έχει σήμερα.
    Το πρώτο τυπογραφείο που ιδρύθηκε στην Ελλάδα είναι αυτό που εγκαταστάθηκε στη Χίο με τυπογραφικό υλικό που έστειλε από το Παρίσι ο Αμβρόσιος - Φιρμίνος Διδώτος (Ambroise - Firmin Didot). Από αυτό το τυπογραφείο εκδόθηκε το 1821 η «Ελληνική Γραμματική» σε δημοτική γλώσσα του καθηγητή Βάμβα. Το τυπογραφείο αυτό καταστράφηκε από τους Τούρκους το 1822. Το τυπογραφείο που είχε εγκαταστήσει στις Κυδωνίες ο Κωνσταντίνος Ντόμβρας υπέστη την ίδια τύχη στις 15 Αυγούστου του προηγούμενου έτους. Το 1822 ο Didot δώρισε στην Ελλάδα νέο τυπογραφικό υλικό. Ήθελε να εγκαταστήσει το νέο τυπογραφείο στην Αθήνα αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατό. Το τυπογραφείο αυτό εγκαταστάθηκε στην Ύδρα όπου τυπώθηκε το 1824 η εφημερίδα «Ο Φίλος του Νόμου». Μετά μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο. Το ίδιο έτος η επιτροπή των φιλελλήνων του Λονδίνου έστειλε νέα τυπογραφεία στο Μεσολόγγι και την Αθήνα. Το τελευταίο καταστράφηκε από τους Τούρκους στις 27 Μαϊου του 1827 κατά την άλωση της πόλης και επανιδρύθηκε το 1834 από τον Ανδρέα Κορομηλά που είχε μάθει από τον Didot την τυπογραφική τέχνη.

    Η κατασκευή ενός τυπογραφικού στοιχείου περιλαμβάνει τρεις φάσεις: 1) Την χάραξη, 2) Τη δημιουργία της μήτρας, 3) Το χύσιμο. Από τα μέσα του 19ου αιώνος εφευρέθηκαν οι πρώτες στοιχειοχυτικές μηχανές που κατασκευάζουν στοιχεία έτοιμα για το τυπογραφείο σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Μετά εφευρέθηκαν οι λινοτυπικές και κυρίως οι μονοτυπικές μηχανές οι οποίες κατασκευάζουν διαρκώς νέα στοιχεία την ώρα της στοιχειοθεσίας κι έτσι τα εργοστάσια που παρήγαγαν τυπογραφικά στοιχεία περιορίζονται στη χάραξη και την κατασκευή των μητρών για τις λινοτυπικές και μονοτυπικές μηχανές. Πολύ αργότερα, στον αιώνα μας, οι φωτοστοιχειοθετικές μηχανές παράγουν εκατομμύρια στοιχεία την ώρα κατευθείαν στοιχειοθετημένα πάνω σε φίλμ, έτοιμα προς εκτύπωση, για τα μοντέρνα τυπογραφεία offset. Τώρα, με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σχεδιάζονται ακόμη πιο τέλειοι χαρακτήρες και η στοιχειοθεσία γίνεται στις οθόνες με μεγάλη ελευθερία στις αλλαγές και διορθώσεις, καθώς και στην αποθήκευση των στοιχειοθετημένων κειμένων για μελλοντική χρήση.
    Ακόμη, με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές δίνεται η δυνατότητα σελιδοποίησης με ένθεση σχεδίων και εικόνων σε ψηφιακή μορφή, δημιουργώντας έτσι μια ηλεκτρονική σελίδα, στην τελική μορφή που θα τυπωθεί.